- καλανάρχης
- καλανάρχης, ο και καλανάρχος, οβλ. κανονάρχης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλανάρχος — και καλανάρχης, ο βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek
κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής … Dictionary of Greek
κανονάρχης — κανονάρχης, ο και καλονάρχης, ο και καλανάρχης, ο βοηθός ψάλτη που του υπαγορεύει μελωδικά τους στίχους των τροπαρίων στη διάρκεια εκκλησιαστικής λειτουργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)